αηδονάκι

αηδονάκι
το
1. νεοσσός τής αηδόνας, μικρό αηδόνι
2. θωπευτικά για καλλίφωνα πρόσωπα («τ’ αηδονάκι τής γειτονιάς»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αηδονέλι — το το αηδονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + παραγ. κατάληξη έλι] …   Dictionary of Greek

  • αηδονιδεύς — ἀηδονιδεύς, ο (Α) νεοσσός τής αηδόνας, αηδονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀηδών, όνος + υποκοριστική / γονεωνυμική κατάλ. ιδεύς] …   Dictionary of Greek

  • αηδονοπούλα — η 1. θηλυκό αηδόνι, αηδόνα 2. θηλυκός νεοσσός αηδόνας, αηδονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + υποκοριστική κατάλ. πούλα] …   Dictionary of Greek

  • αηδονούδα — η αηδονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. αηδόνι + υποκορ. κατάληξη ούδα] …   Dictionary of Greek

  • αηδονόπουλο — το 1. νεοσσός αηδόνας, αηδονάκι 2. αηδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + παραγ. κατάλ. πουλο] …   Dictionary of Greek

  • αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”